Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο είναι το παλαιότερο και μεγαλύτερο αρχαιολογικό μουσείο της Ελλάδας, και ένα από τα πιο εμβληματικά για ολόκληρο τον Δυτικό πολιτισμό. Η προφανής ανάγκη αναβάθμισης και ανάδειξής του είχε επισημανθεί από καιρό και επανειλημμένα από τους εργαζόμενους σε αυτό.
Εν τούτοις, η επίσημη παρουσίαση της αρχιτεκτονικής πρότασης του γραφείου David Chipperfield (σε συνεργασία με το αρχιτεκτονικό γραφείο του Αλέξανδρου Τομπάζη), η οποία επιλέχθηκε μετά από διεθνή διαγωνισμό για την επέκταση και αναβάθμιση του Μουσείου, προκάλεσε ζωηρές και δικαιολογημένες αντιρρήσεις. Οι αντιρρήσεις αυτές αφορούν τόσο σε ζητήματα διαδικασίας όσο και στις προτάσεις της μελέτης.
Είναι γεγονός ότι η διαδικασία που οδήγησε στην τελική επιλογή, παρέκαμψε τη θεσμική διαδικασία που προβλέπεται για τους διεθνείς διαγωνισμούς. Η μελέτη σκοπιμότητας ουδέποτε γνωστοποιήθηκε και δεν υπήρξε καμιά δημόσια διαβούλευση σε θεσμικό ή επιστημονικό πλαίσιο, ούτε βέβαια σε στάδιο προετοιμασίας. Αντίθετα, ακολουθώντας μια κλειστή διαδικασία, προσκλήθηκαν δέκα συγκεκριμένα γραφεία διάσημων αρχιτεκτόνων του εξωτερικού. Τα εγχώρια αρχιτεκτονικά γραφεία, που συνεργάστηκαν μαζί τους, υποβαθμίστηκαν σε δευτερεύουσες, επικουρικές μονάδες. Η διαδικασία αυτή δεν ήταν μόνο παράτυπη και αδιαφανής, όπως σωστά έχουν επισημάνει και άλλοι φορείς, όπως ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών και ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων. Απαξιώνοντας τους Έλληνες εμπειρογνώμονες, απαξιώνεται σε διεθνές επίπεδο και με τρόπο προσβλητικό η πολιτισμική ταυτότητα της χώρας.
Οι αρμόδιοι φορείς οφείλουν να κατανοήσουν, επιτέλους, ότι πολιτιστική και, εντέλει, πολιτική ενδυνάμωση μιας χώρας, δεν πραγματοποιείται με την οικοδόμηση σημαντικών κτηρίων και μόνον, αλλά με την υποστήριξη και ενίσχυση της εγκυρότητας των αντίστοιχων κλάδων επιστημόνων και καλλιτεχνών, εν προκειμένω των αρχιτεκτόνων της χώρας. Σε αυτόν τον εξέχοντα κλάδο πολιτιστικών και, εντέλει, πολιτικών συντελεστών, οι αρμόδιοι φορείς λήψης αποφάσεων αρνήθηκαν το αυτονόητο: τη δυνατότητα να επιχειρήσουν να εκφράσουν αυτοτελώς, αν το επιθυμούσαν, την άποψή τους, πριν υποβιβασθούν σε επικουρικά στελέχη ξένων αρχιτεκτονικών επιχειρήσεων/γραφείων. Αυτός ο σαφής παραγκωνισμός αποτελεί και το σημαντικότερο «αμάρτημα» της διεργασίας που προηγήθηκε της μελέτης. Διεργασίας, η οποία άλλωστε γενικά απέκλειε την ελεύθερη συμμετοχή της αρχιτεκτονικής σκέψης, την ελεύθερη συμμετοχή αρχιτεκτόνων.
Στην πρόταση που τελικά βραβεύθηκε, αναφέρεται ότι η πηγή έμπνευσης των νέων κατασκευών βρίσκεται στο παλαιό νεοκλασικό κτήριο του Αρχαιολογικού Μουσείου, που είχε σχεδιάσει ο Ludwig Lange, προβλέποντας την πλαισίωσή του με έναν κήπο ρομαντικών αναφορών του 19ου αιώνα, όπως τελικά ολοκληρώθηκε με την παρέμβαση των Ernst Ziller, Παναγή Κάλκου και Αρμοδίου Βλάχου.
Ωστόσο, η πρόταση περιλαμβάνει πολλά στοιχεία που προβληματίζουν. Προτείνει την επέκταση της βάσης του παλαιού κτηρίου, με τη διαμόρφωση ανδήρου μέχρι την οδό Πατησίων, ενώ προσθέτει δύο επίπεδα εκθεσιακών χώρων σε υποκείμενες στάθμες, δημιουργώντας πρόσθετο χώρο 20.000 τ.μ. και έναν κήπο στη στέγη τους.
Διακηρύσσει πως φιλοδοξεί σε μια αρμονική ισορροπία ανάμεσα στην υφιστάμενη αρχιτεκτονική σύνθεση και στη νέα επέκταση, κάτι τέτοιο, όμως, δεν φαίνεται στην πράξη να υπηρετείται. Αντίθετα δημιουργείται μια σειρά περιορισμών, καθώς το πεδίο μπροστά από το Μουσείο ανυψώνεται και περικλείεται με κτηριακά μέτωπα, που αποκόβουν τη θέα της μνημειακής του πρόσοψης από το άμεσο αστικό περιβάλλον. Η υφιστάμενη παλαιά βλάστηση εδάφους καταργείται για να αντικατασταθεί από τεχνητό κήπο, υπερυψωμένο στην οριζόντια στέγη υποκειμένων τμημάτων του μουσείου. Τα υψηλά κτηριακά μέτωπα και η έντονη παρουσία στον υπαίθριο χώρο μνημειακών κλιμάκων αμφίβολης λειτουργικότητας, οδηγούν στην κατάργηση των αρμονικών σχέσεων ανάμεσα στο υπάρχον νεοκλασικό κτήριο και στο δημόσιο ανοιχτό χώρο που το περιβάλλει, αποτελώντας ως τις μέρες μας, μαζί με το παρακείμενο σύνολο του Πολυτεχνείου, ένα από τα λίγα αρχιτεκτονικά/πολεοδομικά σύνολα της Αθήνας, που έχουν εξοικειωθεί με καθημερινά και ιστορικά βιώματα των κατοίκων της πρωτεύουσας για σχεδόν δύο αιώνες.
Το ελληνικό τμήμα του ICOMOS αισθάνεται υποχρεωμένο να εκφράσει την έντονη αντίθεσή του για όλα όσα προγραμματίζεται να συμβούν σε σχέση με το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, τόσο με την μετατροπή του σε ΝΠΔΔ, που θα το αποβάλει από τον οργανισμό της πολιτισμικής κληρονομιάς της χώρας, όσο και με την προτεινόμενη αρχιτεκτονική «αναβάθμισή» του, που θα το αποκόψει από τον πολεοδομικό και ιστορικό ιστό της πρωτεύουσας.
Πιστεύουμε ότι μετά από εκατόν πενήντα χρόνια ζωής αυτού του εμβληματικού ιδρύματος, η τύχη του δεν πρέπει να συνδέεται με αμφίβολης νομιμότητας θεσμικές διαδικασίες, συγκεχυμένα «προσωπικά οράματα» και απουσία διαλόγου.
Στον εθνικό Οίκο των Μουσών απαιτείται η αρμονική συνεργασία και η συνεννόηση όλων των εμπλεκόμενων, σύμφωνα με τις θεσμικά προβλεπόμενες διαδικασίες, για την επίτευξη της βέλτιστης λύσης.
Για την Εθνική Επιτροπή του Ελληνικού Τμήματος του I.C.O.MO.S.
Ο Πρόεδρος Η Γενική Γραμματέας
Αναστάσιος Τανούλας Αναστασία Στασινοπούλου
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Η Ελληνική Βιοτεχνική Εταιρεία, με έμβλημα «γλαύκα καθήμενη επί άκμονος», ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1892, από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Κυπάρισσο Στέφανο, με σκοπό την προαγωγή και ανάπτυξη της δωρεάν Τεχνικής Εκπαίδευσης. Ο Κ. Στέφανος, θαυμαστής του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, είχε ως στόχο, μεταξύ άλλων, να μεταλαμπαδεύσει την εφευρετικότητα, τη δεξιοτεχνία και την καλαισθησία των προγόνων μας, πράγμα που έγινε πραγματικότητα σε δημιουργίες μαθητών της Σχολής, εμπνευσμένες από αρχαιοελληνικά πρότυπα, που σήμερα κοσμούν τα μουσεία του Βερολίνου και της Οξφόρδης.
Τα πρώτα μέλη της Σχολής ήταν 150 προσωπικότητες της εποχής, όπως οι Φωκίων Νέγρης, Εμμανουήλ Δραγούμης, Πέτρος Καλλιγάς, Παύλος Σκουζέ. Το 1894 προστέθηκαν ο Ηλίας Αγγελόπουλος και ο Αριστείδης Διπλάρης, που κληροδότησε την περιουσία του, ορίζοντας όπως ιδρυθεί ομώνυμη Σχολή για τη δωρεάν εκμάθηση Σχεδίου και Τεχνών, με στόχο την εξασφάλιση επαγγελματικής σταδιοδρομίας στους αποφοίτους της, που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα και ίσες ευκαιρίες να επιμορφωθούν και να προχωρήσουν σε παραγωγικά επαγγέλματα.
Η Σχολή λειτούργησε από το 1916. Στεγάστηκε σε ιδιόκτητο κτήριο το 1932, επί της Πλατείας Θεάτρου 3 και Μενάνδρου 6, στην καρδιά της Αθήνας, εκεί όπου αρχικά λειτουργούσε το πρώτο θέατρο της πόλης, μετά την αγορά οικοπέδου και την ανέγερση τετραώροφου κτηρίου, συνολικής έκτασης 10.000 τετ. μέτρων, κατάλληλα σχεδιασμένου για εκπαιδευτική χρήση.
Κατά τη διάρκεια λειτουργίας της Σχολής εκπαιδεύτηκαν περισσότεροι των 65.000 Τεχνιτών, πολλών ειδικοτήτων, που εργάστηκαν σε Βιοτεχνίες, Βιομηχανίες και τη Δημόσια Διοίκηση, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην ανάπτυξη και στον εκσυγχρονισμό της εθνικής οικονομίας. Κατά καιρούς λειτούργησαν Σχολές Επιπλοποιών, Ξυλουργών, Ξυλογλυπτών, Τορναδόρων, Αμαξοποιών, Πεταλωτών, Μηχανουργών, Υδραυλικών, Ηλεκτρολόγων, Σιδηρουργών, Βιβλιοδετών, Φωτογράφων, Υποδηματοποιών, Φανοποιών, Ωρολογοποιών, Αργυροχόων, Χρυσοχόων, Κτιστών, Κονιατών, Χρωματιστών, Οικοδόμων, Σχεδιαστών, Επιπλοποιών, Πιλοποιών, καθώς και τμήματα Πλαστικής, Κοπτικής κ.ά.
Διδάσκονταν, μεταξύ άλλων, μαθήματα Αριθμητικής, Γεωμετρίας, Καλλιτεχνικού Σχεδίου, Γραμμικής Ιχνογραφίας, Διακοσμητικής Αγγείων, Ραπτικής, Πλεκτικής, Υφαντικής, Κεντήματος, Δακτυλογραφίας, Στενογραφίας, Υγιεινής κ.ά.
Σημαντικοί καθηγητές δίδαξαν στη Σχολή, όπως οι Κ. Δοξιάδης, Δ. Πικιώνης, Δ. Δανιήλ, Κ. Ηλιάδης, Ι. Βρέττας, Α. Προβελέγγιος κ.ά, ενώ υπήρξαν απόφοιτοι σημαντικοί για την οικονομία της χώρας, όπως οι Αλεξόπουλοι, Βαράγκης, Δράκος, Μάινας, Νεονάκης, Συρίγος κ.ά.
Το 2010 η Σχολή λειτούργησε ως ΙΕΚ στους Τομείς της Πληροφορικής και του Τουρισμού.
Η Ε.Β.Ε. - Διπλάρειος Σχολή με την αίγλη που διαθέτει και τις υποδομές της, στο κτήριο της Πλατείας Θεάτρου, μπορεί να δραστηριοποιηθεί επιτυχώς στα σημερινά δεδομένα της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, έργο για το οποίο βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών και το Δήμο Αθηναίων.
Το κτήριο της Ε.Β.Ε. - Διπλαρείου Σχολής εγκαινιάστηκε το 1932. Αναγέρθηκε με σχέδια του αρχιτέκτονα Αριστείδη Ηλιάδη, απόφοιτου της École Speciale των Παρισίων, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης της γενιάς του ΄30, που βασίστηκε στο ιδιαίτερα αξιόλογο και σημαντικό πρόγραμμα, που εισηγήθηκε το 1929 ο Γεώργιος Παπανδρέου, Υπουργός Παιδείας της Κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Το κτήριο ακολουθεί τη μορφολογία του αφαιρετικού κλασικισμού, με καθαρότητα όγκων, λιτή μορφολογία όψεων, λειτουργικότητα κατόψεων και μεγάλα μεταλλικά εξωτερικά κουφώματα, για άπλετο φωτισμό και καλό αερισμό των αιθουσών διδασκαλίας. Εντάσσεται δε, στο σύνολο των κτηρίων Δημόσιας Χρήσης μεγάλης κλίμακας, που αναγέρθηκαν γύρω στο 1930, όταν οι αρχές, οι κτηριολογικές λύσεις και το θεματολόγιο των μορφών του Μοντέρνου Κινήματος, χρησιμοποιήθηκαν στο σχεδιασμό λειτουργικών κτηρίων, όπως Σχολεία, Νοσοκομεία και Κτήρια Κοινωνικής Προνοίας.
Στο κτήριο της Διπλαρείου Σχολής έγινε μία από τις πρώτες εφαρμογές οπλισμένου σκυροδέματος, ώστε να γεφυρωθούν μεγάλα ανοίγματα, με χρήση της χαρακτηριστικής λοξής απότμησης στις ενώσεις δοκών-υποστυλωμάτων. Τα δάπεδά της επιστρώθηκαν με μεγάλων διαστάσεων καλαίσθητα μωσαϊκά.
Η προτεινόμενη επανάχρηση του κτηρίου της Ε.Β.Ε. - Διπλαρείου Σχολής, με εγκατάσταση 4 τμημάτων ξενοδοχειακών μονάδων, αλλοιώνει δραματικά τη λειτουργική διάταξη και την εσωτερική εικόνα του. Εξαφανίζεται το μεγάλο ελεύθερο ύψος και οι ευρείες διαστάσεις των αιθουσών, διότι κατακερματίζονται. Τα σημαντικής μορφολογίας κλιμακοστάσια αποδυναμώνονται διά της παρεμβολής-εγκατάστασης σε αυτά ανελκυστήρων. Τα μωσαϊκά δάπεδα χάνουν την υπόστασή τους. Με την υπερεκμετάλλευση του χώρου, ακυρώνεται η φιλοσοφία του σχεδιασμού των εσωτερικών χώρων του κτηρίου.
Το Ελληνικό Τμήμα του ICOMOS θεωρεί, επομένως, ότι η πρόταση επανάχρησης της Ε.Β.Ε. - Διπλαρείου Σχολής ως ξενοδοχείου, ΔΕΝ συνάδει με το χαρακτήρα του ιστορικού αυτού κτηρίου και διασπά τον ενιαίο χαρακτήρα του.
Η Ε.Β.Ε. - Διπλάρειος Σχολή, είναι συνδεδεμένη με το κτήριο της Πλατείας Θεάτρου. Διέθετε χώρους Μαθητείας και Εργαστηριακούς Χώρους με πλήρη εξοπλισμό, ενώ δίνει δυναμικά το παρόν, προσφέροντας υπηρεσίες τεχνικής εκπαίδευσης υψηλού επιπέδου, εφάμιλλες αντίστοιχων ευρωπαϊκών Τεχνικών Σχολών. Το κτήριο αποτελεί, πλέον, Τοπόσημο της Πόλης. Έχει συνυφαστεί με τη νεώτερη ιστορία της, την ανάπτυξη της Τεχνικής Εκπαίδευσης στην Ελλάδα και την προσπάθεια του πνευματικού κόσμου της και των αποφοίτων της προς το σκοπό αυτό.
Η προστασία και ανάδειξη του κτηρίου της Ε.Β.Ε. - Διπλαρείου Σχολής πρέπει να γίνει σύμφωνα με τη διεθνή και ελληνική σχετική πρακτική. Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η πρόταση επανάχρησης του κτηρίου, χωρίς να ληφθεί υπόψη η αρχική του χρήση, η ιστορική και αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του και ο χαρακτήρας του Εκπαιδευτηρίου.
Για την Εθνική Επιτροπή του Ελληνικού Τμήματος του I.C.O.MO.S.
Ο Πρόεδρος Ο Γενικός Γραμματέας
Δρ Αθανάσιος Νακάσης Ιωάννης Πανόπουλος
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
ΘΕΜΑ: Ο παραγκωνισμός των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών και η υποτίμηση της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς – με αφορμή το σχεδιασμό Μουσείου Ενάλιων Αρχαιοτήτων στην περιοχή του Λιμένα Πειραιά
Είναι ιδιαίτερα σημαντική η προσφορά ιδρυμάτων, τα οποία επιχειρούν να υποστηρίξουν τη δημόσια πολιτισμική παραγωγή, ενισχύοντας, μεταξύ άλλων, την αρχιτεκτονική της χώρας, με έργα σημαντικής παρουσίας. Η δημόσια αρχιτεκτονική εντούτοις, δεν μπορεί να αποβαίνει αντικείμενο αποσπασματικών αποφάσεων, πιθανότατα αυθαίρετων, αποφάσεων οι οποίες επιβάλλονται «εκ των άνω», ενώ παρακάμπτονται οι νόμιμες διαδικασίες επιλογής αρχιτεκτονικών μελετών για το σχεδιασμό δημόσιων κτηρίων.
Η προηγούμενη σαφής επισήμανση, σχέση έχει με την πρόσφατη παρουσίαση μελέτης με αντικείμενο το σχεδιασμό κτηρίου Μουσείου Ενάλιων Αρχαιοτήτων, στην περιοχή του Λιμένα Πειραιά. πρόκειται για μελέτη η οποία «προσφέρεται» και επιβάλλεται στο Δημόσιο με τη μορφή δωρεάς, απροκάλυπτα, παρακάμπτοντας μια από τις σημαντικότερες διεργασίες επιλογής αρχιτεκτονικών μελετών για έργα δημόσιου ενδιαφέροντος. αναφερόμαστε στον θεσμό των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, θεσμό ο οποίος επιλέγει αρχιτεκτονικές μελέτες, μέσα από τη συγκριτική αξιολόγηση πολλών συναφών, ανώνυμα υποβεβλημένων προτάσεων. προτάσεων οι οποίες αξιολογούνται από πολυμελείς επιτροπές ειδημόνων, στις οποίες εκπροσωπούνται τόσο οι επίσημοι επαγγελματικοί φορείς της χώρας, όσο και αρχιτεκτονικές πανεπιστημιακές σχολές της.
Αλλά οι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί, δεν συνιστούν μόνο την πιο έγκυρη, αμερόληπτη διαδικασία συγκριτικής επιλογής αρχιτεκτονικών προτάσεων, προς όφελος της θετικότερης δυνατής προαγωγής του αρχιτεκτονικού αποτελέσματος. συνιστούν, επιπλέον, μέσον ενίσχυσης της αρχιτεκτονικής παιδείας της χώρας, ενίσχυσης της αυτοπαιδαγωγικής διαδικασίας των αρχιτεκτόνων, οι οποίοι, περισσότεροι του ενός, αμιλλώνται για την παραγωγή της αρτιότερης πρότασης. Τέλος, προσφέρουν την ουσιαστική ελπίδα, σε νέους ιδιαίτερα συνάδελφους, πως η ανάθεση δημόσιων μελετών μπορεί να διαφεύγει πλάγιων αυθαίρετων διαδικασιών, επιμένοντας στην αξιοκρατική προώθηση των περισσότερο ταλαντούχων αρχιτεκτόνων ή ομάδων αρχιτεκτόνων.
Αν η επίσημη πρόθεση των δημόσιων φορέων προσανατολίζεται προς τη βελτίωση της αρχιτεκτονικής ταυτότητας της χώρας, θεωρώντας την σημαντική για τη γενικότερη πολιτιστική της ποιότητα, θα έπρεπε άμεσα να κατανοήσει πως η βελτίωση αυτή δεν αναφέρεται μόνον στην κατασκευή κτηρίων, ούτε βεβαίως στην παραγωγή τους βασισμένη στη «δάνεια» εμπειρία αρχιτεκτονικών γραφείων ξένων κρατών. αναφέρεται, πολύ ουσιαστικότερα, στην προαγωγή και ενίσχυση του αρχιτεκτονικού μελετητικού δυναμικού της χώρας, με όρους αδιάβλητων, δημοκρατικά κατοχυρωμένων διαδικασιών. διαδικασιών ελεύθερης συγκριτικής αντιπαράθεσης απόψεων, όπως αυτές που προσφέρονται στα πλαίσια των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών.
Αναπτύσσοντας τη σχετική επιχειρηματολογία, θα μπορούσαμε να επιμείνουμε στην παρατήρηση, πως η «δωρεά», η στρεβλή δωρεά ενός ιδρύματος, που αισθάνεται αρκούντως ισχυρό ώστε να υποκαταστήσει εγκυρότερες θεσμικές διεργασίες, έρχεται, στην περίπτωση του νέου προτεινόμενου Μουσείου Ενάλιων Αρχαιοτήτων, να εξοβελίσει μια προηγούμενη πρόταση. αρχιτεκτονική πρόταση η οποία είχε τιμηθεί με πρώτο βραβείο αρχιτεκτονικού διαγωνισμού. πρόκειται για σημαντικότατη επισήμανση, η οποία μας επιτρέπει, επιπλέον, να ολοκληρώσουμε την επιστολή μας με μια άλλη ακόμη ουσιαστικότερη. με την αρχιτεκτονικά κριτική επισήμανση, πως το κτήριο, το οποίο προσφέρεται από τη «στρεβλή δωρεά», αγνοεί πασιφανώς τους όρους αρχιτεκτονικού σεβασμού προς το εμβληματικό κτίσμα των βιομηχανικών «αναρροφητήρων», των silos του πειραϊκού λιμένα. προς ένα κτίσμα δηλαδή μοναδικής σημασίας για τη βιομηχανική αρχιτεκτονική κληρονομιά της χώρας. Ώστε το κτήριο που προτείνεται δεν θέτει μόνο θέματα δημόσιου ήθους επιλογής, αλλά επιπλέον θέματα ουσιαστικής ποιότητας, θέματα τα οποία φαίνεται πως άκριτα παραβλέφθηκαν. προφανώς και παραβλέφθηκαν ΑΚΡΙΤΑ, καθώς και η συγκριτική αξιολόγηση και η λειτουργία μιας εξειδικευμένης επιτροπής κρίσης παρακάμφθηκαν.
Για την Εθνική Επιτροπή του Ελληνικού Τμήματος του I.C.O.MO.S.
Ο Πρόεδρος Ο Γενικός Γραμματέας
Δρ Αθανάσιος Νακάσης Ιωάννης Πανόπουλος
Έφυγε χθες (11/08/2021) από τη ζωή ο φιλέλληνας αρχαιολόγος Στέφανος Μίλερ, το όνομα του οποίου έχει συνδεθεί με την αρχαία Νεμέα, όπου αφιέρωσε 35 και πλέον χρόνια, αφήνοντας πίσω του ένα εξαιρετικά σημαντικό ανασκαφικό, αναστηλωτικό και εκδοτικό έργο. Καθοριστική ήταν η συμβολή του στη δημιουργία του Αρχαιολογικού Μουσείου της Νεμέας και την οργάνωση της έκθεσής του, που κοσμείται με πλήθος ευρημάτων, που αυτός έφερε στο φως, ενώ ήταν ο πλέον ένθερμος πρωτοστάτης και υποστηρικτής της πρωτοβουλίας για την Αναβίωση των Νέμεων Αγώνων, ανά τετραετία, στο αρχαίο Στάδιο, που ο ίδιος έφερε στο φως, φροντίζοντας για τη στερέωση της καμαροσκέπαστης διόδου του Σταδίου, η οποία είναι η παλαιότερη που βρέθηκε μέχρι σήμερα στην Ελλάδα.
O Stephen G. Miller γεννήθηκε στην Ιντιάνα των Η.Π.Α. το 1942, σπούδασε στο Wabash College και απέκτησε το Διδακτορικό του Δίπλωμα στην Κλασική Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Ήταν καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Berkeley, από το 1981 έως το 2004, με ένα διάλειμμα έξι ετών, από το 1982 έως το 1987, κατά το οποίο διετέλεσε Διευθυντής της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα. Ανέσκαψε σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, συμπεριλαμβανόμενης της Ολυμπίας, της Αρχαίας Αγοράς των Αθηνών και της Αμφίπολης, μέχρι το 1973 οπότε και ανέλαβε το ανασκαφικό, ερευνητικό και αναστηλωτικό πρόγραμμα της αρχαίας Νεμέας, με το οποίο άλλαξε ουσιαστικά η εικόνα του αρχαιολογικού χώρου, ιδίως του ναού του Διός, κατά το διάστημα 1984-2012.
Έχει δημοσιεύσει μονογραφίες και εκατοντάδες άρθρα σε ελληνικά και διεθνή περιοδικά και έχει λάβει πολλές διακρίσεις και βραβεύσεις για την επιστημονική δράση και προσφορά του. Στις 13/6/2014 το Ελληνικό ICOMOS, βράβευσε τον Στέφανο Μίλερ για την προσφορά του, με σχετική πλακέτα που του απένειμε στην αρχαία Νεμέα ο Πρόεδρος του Διεθνούς ICOMOS, Gustavo Araoz, παρουσία πολλών μελών του Ελληνικού ICOMOS και της Εθνικής Επιτροπής του.
Είχε ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας με το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος της Τιμής. Το 2005 με προεδρικό διάταγμα ο Στέφανος Μίλερ πολιτογραφήθηκε Έλληνας υπήκοος και έκτοτε ζούσε μόνιμα στη χώρα μας, στο σπίτι του, στην Αρχαία Νεμέα, κοντά στο δρόμο, που οδηγεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Νεμέας, δρόμο που φέρει το όνομά του.
Ο Στέφανος Μίλερ μιλούσε και ελληνικά, υπήρξε μια ιδιαιτέρως αγαπητή προσωπικότης, ευπροσήγορος, ευγενής, χαμηλών τόνων, που διατύπωνε τις επιστημονικές του απόψεις με παρρησία.
Η Ελλάδα αποχαιρετά με θλίψη έναν πραγματικό φίλο, έναν οραματιστή επιστήμονα, που τίμησε με το έργο του τον ελληνικό πολιτισμό και τις αξίες του.
Για την Εθνική Επιτροπή του Ελληνικού Τμήματος του I.C.O.MO.S.
Ο Πρόεδρος Ο Γενικός Γραμματέας
Δρ Αθανάσιος Νακάσης Ιωάννης Πανόπουλος
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Το Ελληνικό τμήμα του ICOMOS χαιρετίζει τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης του χαρακτηρισμού ως νεώτερων μνημείων 12 κτηρίων με τον εξοπλισμό τους, καθώς και της καμινάδας, στο βόρειο τομέα του βιομηχανικού συγκροτήματος της ΠΥΡΚΑΛ στην Ελευσίνα, φερομένης ιδιοκτησίας της εταιρείας «Ελληνικά Πετρέλαια Α.Ε.» (Αρ. Φύλλου 4 Απόφαση 705744, 19 Ιανουαρίου 2022).
Δηλώνει, όμως, την αντίθεση του με την απόφαση (ΑΔΑ ΨΡΙΩ4653Π4-ΖΔΔ ΥΠΠΟΑ 14/01/2022 Α.Π.:16133) περί μη χαρακτηρισμού ως ιστορικού τόπου του βιομηχανικού συγκροτήματος του εργοστασίου της ΠΥΡΚΑΛ, με την αιτιολόγηση ότι δεν πληροί προϋποθέσεις διατάξεων του Ν.4858/2021. Στην απόφαση αναφέρεται ότι δεδομένης της κήρυξης των κτηρίων Β1, Β2, Β8, Β12, Ν33, Ν34, Ν36, Ν37, Ν38, Ν39, Ν1, Ν2 και της καμινάδας ως μνημείων ο χώρος θα προστατεύεται επαρκώς ως περιβάλλων χώρος μνημείων, πράγμα ανακριβές.
Σε προηγούμενη ανακοίνωσή μας, υποστηρίξαμε και συνεχίζουμε να τονίζουμε την ανάγκη προστασίας του συνόλου ως ιστορικού τόπου και πολλών σημαντικών κτηρίων ως ιστορικών μνημείων, διότι το συγκρότημα ΠΥΡΚΑΛ αποτελεί αξιόλογο μνημείο της πολεμικής βιομηχανίας της χώρας, άμεσα συνδεδεμένο με τη νεώτερη ιστορία μας, την εξέλιξη της Ελευσίνας και του θαλάσσιου μετώπου της.
Ένα βιομηχανικό συγκρότημα 450 στρεμμάτων δεν προστατεύεται με την επί μέρους κήρυξη 12 διάσπαρτων μνημείων και του περιβάλλοντος χώρου τους, του οποίου η έκταση δεν καθορίζεται.
Η Προστασία και Ανάδειξη του συνόλου ως «ιστορικού τόπου» μπορεί να προσφέρει βιώσιμη λύση στο συγκρότημα της ΠΥΡΚΑΛ και την πόλη της Ελευσίνας. Άλλωστε ο εν λόγω χαρακτηρισμός δεν εμποδίζει τυχόν οικοδομική δραστηριότητα μετά από γνωμοδότηση του ΚΣΝΜ και έκδοση Υπουργικής Απόφασης.
Η Ελευσίνα έχει ανακηρυχτεί Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 2023. Η προστασία και βιώσιμη ανάπτυξη του βιομηχανικού συγκροτήματος της ΠΥΡΚΑΛ ως ιστορικού τόπου θα συμβάλει στην ανάδειξη της Πολιτιστικής Κληρονομιάς της περιοχής από την αρχαιότητα ως τα νεώτερα χρόνια.
Για την Εθνική Επιτροπή του Ελληνικού Τμήματος του I.C.O.MO.S.
Ο Πρόεδρος Ο Γενικός Γραμματέας
Δρ Αθανάσιος Νακάσης Ιωάννης Πανόπουλος
Την Τετάρτη 24 Μαρτίου, ψηφίστηκε από την Ελληνική Βουλή τροπολογία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, (44Α ΄/26.03.2021 του Νόμου 4787) στο Νομοσχέδιο για το «Ελληνικό», που προβλέπει τη δημιουργία «Ειδικής Επιτροπής Επικινδύνως Ετοιμόρροπων» (Ε.ΕΠ.ΕΤ.) στην έδρα κάθε Αποκεντρωμένης Διοίκησης, η οποία θα εξετάζει τις περιπτώσεις κτισμάτων (συναρμοδιότητας ΥΠΠΟΑ και ΥΠΕΝ) που πιθανολογούνται ως επικινδύνως ετοιμόρροπα και είναι προγενέστερα των εκάστοτε τελευταίων 100 ετών ή ευρίσκονται πλησίον μνημείου ή εντός ή πλησίον αρχαιολογικού χώρου ή ιστορικού τόπου ή τόπου ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους ή εντός ζώνης Β προστασίας μνημείου. Η απόφαση της επιτροπής θα διαβιβάζεται αυθημερόν προς τον οικείο Δήμο, ο οποίος, λαμβάνοντας υπόψη τις προτάσεις της, οφείλει να διενεργήσει την κατεδάφιση, το αργότερο εντός 3 ημερών, εκτός αν στην απόφαση ορίζεται βραχύτερος χρόνος λόγω εξαιρετικής επικινδυνότητας.
Η προαναφερόμενη τροπολογία, αν και επικαλείται την άρση υφιστάμενων χρονοβόρων και γραφειοκρατικών διαδικασιών, αναμένεται να δημιουργήσει πολλά και σοβαρά προβλήματα, σε έναν τομέα ευαίσθητο, όπως είναι η διαχείριση των υλικών κατάλοιπων του παρελθόντος. Στην ουσία το μόνο νέο στοιχείο, που εισφέρει η νέα τροπολογία, είναι η διευκόλυνση των κατεδαφίσεων, αφού υπήρχε και λειτουργούσε, έστω προβληματικά, «Επιτροπή Ετοιμόρροπων». Μάλιστα, η περιβόητη ταχύτητα, στην οποία γίνεται επίκληση, αποτελεί λόγο προβληματισμού καθώς οι πιθανές λανθασμένες αποφάσεις, θα είναι εξ ορισμού μη αντιστρέψιμες. Επιφυλάξεις δημιουργούνται και για την ενδεχόμενη καταχρηστική αξιοποίηση των νέων μέτρων, καθώς οι διαδικασίες θα μπορεί να κινούνται και από άτομα με συμφέρον αξιοποίησης των οικοπέδων μετά τις κατεδαφίσεις, αλλά και για τον αυθαίρετο περιορισμό της εφαρμογής του νόμου μόνο σε κτήρια άνω των 100 ετών, αφού έτσι δεν εξετάζονται και μπορούν να κατεδαφίζονται χωρίς κρίση, συγκροτήματα του μεσοπολέμου, βιομηχανικές εγκαταστάσεις και δείγματα της μοντέρνας και σύγχρονης αρχιτεκτονικής.
Μεγάλη ανησυχία δημιουργείται, επιπλέον, από το γεγονός ότι η νομοθετική αυτή διάταξη περιλαμβάνει κτίσματα που χρονολογούνται μετά το 1830 και συνεπώς είναι δυνάμει διατηρητέα, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Όπως είναι γνωστό η χώρα μας διαθέτει ένα μεγάλο αριθμό κτισμάτων και αξιόλογων ιστορικών κατασκευών, διατηρητέων ή μη, ενταγμένων σε αστικό ή αγροτικό περιβάλλον, σε παραδοσιακούς οικισμούς ή μεμονωμένων, που συμβάλλουν ενεργά στο σύνολό τους, στο παλίμψηστο της υλικής πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Τα περισσότερα από αυτά τα κτίσματα, φθίνουν ως κατασκευές από την πάροδο του χρόνου, κυρίως λόγω της οικονομικής αδυναμίας συντήρησης από τους ιδιοκτήτες τους, με αποτέλεσμα την πλήρη απαξίωση και σταδιακή αποσάθρωσή τους. Μολονότι, η Σύμβαση για την Προστασία της Ευρωπαϊκής Αρχιτεκτονικής κληρονομιάς (Σύμβαση της Γρανάδας), που έχει επικυρωθεί ομόφωνα από την Ελληνική Βουλή με τον Ν. 2039/1992, αναφέρει πως η Πολιτεία είναι υποχρεωμένη να φροντίσει ώστε τα προστατευόμενα ακίνητα να μην αλλοιωθούν, ερειπωθούν ή κατεδαφιστούν και να ενθαρρύνει την ιδιωτική πρωτοβουλία για τη συντήρηση αυτής της κληρονομιάς, μέχρι σήμερα ελάχιστα μέτρα έχουν ληφθεί από την Πολιτεία για την προστασία και αξιοποίηση αυτών των κατασκευών.
Η λύση, κατά συνέπεια, στο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα κτίσματα αυτά, δεν είναι η διευκόλυνση των κατεδαφίσεων, με fast track διαδικασίες (πρακτική προσφιλή το τελευταίο διάστημα), αλλά η προστασία τους και η λήψη μέτρων που θα την καταστήσουν εφικτή. Μεταξύ άλλων, η Πολιτεία μπορεί να θεσπίσει κίνητρα, από οικονομικές ενισχύσεις, φορολογικές απαλλαγές, χαμηλότοκα ή και άτοκα δάνεια μέχρι και προγράμματα επιδοτούμενα με φορέα υλοποίησης τους Δήμους για τη συντήρηση και αποκατάσταση των όψεων και τη στερέωση (και όχι κατεδάφιση) των «επικίνδυνων» κτισμάτων. Ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι και το πρόγραμμα «ΔΙΑΤΗΡΩ», που μπορεί να συνεισφέρει συνδυαστικά στην πολιτιστική αναβάθμιση και οικονομική ανάκαμψη όλης της χώρας. Η λειτουργία του θα αποτελέσει το χρηματοδοτικό εργαλείο για μια ολοκληρωμένη προστασία, παρέχοντας οικονομικά κίνητρα στους ιδιοκτήτες ιστορικών ακινήτων, προς την κατεύθυνση της διατήρησης και αποκατάστασής τους.
Το Ελληνικό Τμήμα του ICOMOS, μετά και την πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση, εκφράζει τη βαθειά του ανησυχία για την τύχη των ιστορικών κατασκευών της Χώρας. Η καθαίρεση, δια συνοπτικών διαδικασιών, ερειπωμένων κτισμάτων, που συγκροτούν εν πολλοίς την αρχιτεκτονική μας κληρονομιά, υπενθυμίζει τη λαϊκή ρήση του «πονάει δόντι κόβει κεφάλι», δίχως πραγματικά να προστατεύει την ανθρώπινη ζωή, το πολιτιστικό μας απόθεμα, και το περιβάλλον.
Για την Εθνική Επιτροπή του Ελληνικού Τμήματος του I.C.O.MO.S.
Ο Πρόεδρος Ο Γενικός Γραμματέας
Δρ Αθανάσιος Νακάσης Ιωάννης Πανόπουλος
Ανησυχία για την τύχη των ιστορικών κατασκευών της Χώρας μετά από τη νομοθέτηση express κατεδαφίσεων